- ακόσμητος
- -η, -ο (Α ἀκόσμητος, -ον)αδιακόσμητος, αστόλιστοςαρχ.1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος3. ανεφοδίαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ].
Dictionary of Greek. 2013.